Εδώ και αρκετούς μήνες η ανθρωπότητα μάχεται ενάντια σε έναν εχθρό που είναι αόρατος, οι συνέπειές του όμως ορατές και αισθητές. Όπως αρκετές φορές στην ιστορία μία πανδημία έχει επιβάλει σημαντικές αλλαγές στον τρόπο που ζούμε και έχει επηρεάσει αρνητικά την οικονομική και κοινωνική ζωή μας.

Πολλοί αναγνωρίζουν την ύπαρξή του κορωνοϊού όμως εναντιώνονται στα μέτρα προστασίας των ιδίων και των ανθρώπων γύρω τους δηλώνοντας πως τα θεωρούν καταπίεση των δικαιωμάτων τους, όπως είναι καταπιεστικό το να φοράμε εσώρουχα, στηθόδεσμους, να χρησιμοποιούμε προφυλακτικά, αντιηλιακό, να βάζουμε ζώνη ασφαλείας, να μην καπνίζουμε σε κλειστούς χώρους από σεβασμό προς τους άλλους γύρω μας και πολλά άλλα.

Άλλοι συνάνθρωποί μας αρνούνται την ύπαρξη του κορωνοϊού και αρνούνται να ακολουθήσουν τις οδηγίες των επιστημόνων, δηλαδή ανθρώπων που έχουν σπουδάσει, ερευνήσει και εργαστεί πολλά χρόνια πάνω στο αντικείμενό τους.

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;

Ο πιο αθώος λόγος είναι πως στην ανθρώπινη φύση είναι να γοητεύεται από το μυστήριο και να αναζητά την αλήθεια. Το κακό είναι πως όταν δεν έχουμε γνώση και επιμένουμε να έχουμε γνώμη, καταλήγουμε να αναζητούμε κρυμμένες αλήθειες ακόμα και εκεί που δεν υπάρχουν. Πέρα όμως από αυτή την πιο αθώα αιτία της δυσπιστίας, υπάρχουν και άλλες δύο, λιγότερο αθώες.

  1. Η άρνηση και η επιλογή να ζούμε τους ευσεβείς πόθους μας. Μία χαρακτηριστική αντίδραση όταν η πραγματικότητα μας είναι δυσάρεστη είναι η άρνηση. Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να προτιμάμε ένα βολικό ψέμα από μία άβολη αλήθεια. Είναι ο αγαπημένος μας στρουθοκαμηλισμός. Τα βολικά ψέματα έχουν ένα βασικό χαρακτηριστικό. Ρίχνουν την ευθύνη σε άλλους παράγοντες πέρα από εμάς τους ίδιους, συνεπώς κάνουν τη δική μας προσπάθεια μάταιη ή – ακόμα πιο βολικά – αχρείαστη. Αυτό στην ψυχολογία ονομάζεται εστία εξωτερικού ελέγχου.

Συνήθη παραδείγματα αλλά και το τι σημαίνουν στην πραγματικότητα είναι:

  • «Ο κορωνοϊός δεν υπάρχει.» à «Αυτά που λένε οι ειδικοί θα με ξεβολέψουν από τις συνήθειές μου και εγώ δεν το θέλω αυτό, άρα αποφασίζω πως αυτά που λένε δεν ισχύουν.»
  • «Όταν κάτι το θες πολύ το Σύμπαν θα στο φέρει» à «Προτιμώ να μην καταβάλω προσπάθεια, άρα καλύτερα να επιλέξω να πιστεύω πως όσα θέλω εξαρτώνται από υπερφυσικές δυνάμεις οι οποίες μάλιστα θα κάνουν τη δουλειά αντί για εμένα.»
  • Οδηγός που οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα à «Θέλω να τρέξω άρα δε θα πεταχτεί κάποιο παιδάκι/ ζωάκι μπροστά μου. Αν αυτό συμβεί, τότε θα φταίει η κακιά στιγμή και όχι εγώ.»
  • Πολίτες που επιλέγουν να ψηφίζουν πολιτικούς που λαϊκίζουν à «Ο τάδε πολιτικός μου λέει αυτό που θέλω να ακούσω. Θέλω να ισχύουν όσα λέει και αφού με βολεύουν, άρα ισχύουν. Στην τελική εγώ δε θα έχω την ευθύνη για την επιλογή μου, αυτός θα τα θαλασσώσει μετά.»

Το όλο φαινόμενο δηλαδή είναι η επιλογή να ζήσουμε τους ευσεβείς πόθους μας παρότι τα δεδομένα της πραγματικότητας μας δείχνουν το αντίθετο. Μάλιστα επιλέγουμε, σαν φανατικοί οπαδοί μιας ποδοσφαιρικής ομάδας να αποκλείσουμε τα πραγματικά, ή επιστημονικά δεδομένα. Το κακό βέβαια είναι πως όταν αρνούμαστε την πραγματικότητα, αυτή δεν αλλάζει. Το να αρνείσαι πως χρειάζεται να πληρώσεις, δε σημαίνει και πως δε θα σου φέρουν τον λογαριασμό!

  1. Η δεύτερη βασική αιτία είναι πως το να υιοθετήσουμε μία θεωρία συνομωσίας μας κάνει να νιώθουμε πιο σημαντικοί. Νιώθουμε ξεχωριστοί, επικαλούμαστε κάτι που διαβάσαμε επιδεικνύοντας το πνεύμα μας, ή τη γνωριμία μας με κάποιον που ‘ξέρει πολλά’ και στεκόμαστε θαρραλέα κόντρα στους επιστήμονες, το σύστημα, τα πρόβατα κτλ. Ουσιαστικά πιστεύουμε πως το να έχουμε διαφορετική γνώμη μας κάνει πιο ξεχωριστούς από την αφελή πλειοψηφία.

 

Όταν αρνούμαστε μία πραγματικότητα μόνοι μας τα πράγματα σπανίως είναι απειλητικά για την κοινωνία. Όταν όμως πολλοί άνθρωποι μαζί αρνούνται την πραγματικότητα, τότε δημιουργούν μια αυτοτροφοδοτούμενη ψευδαίσθηση. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παίζουν έναν σημαντικό ρόλο σε αυτό, ενώνοντας τις τελείες και δημιουργώντας μία ικανή μάζα στην οποία ο ένας χρησιμοποιεί την ψευδαίσθηση του άλλου ως απόδειξη πως η πραγματικότητά του ισχύει.

Η ψυχολογία του όχλου και η ‘συμμόρφωση’

Μάλιστα επειδή οι μειοψηφίες συνήθως κάνουν περισσότερο θόρυβο από τις πλειοψηφίες, έχουν τη δύναμη να τις επηρεάζουν μέσα από φαινόμενα ψυχολογίας του όχλου. Έτσι λοιπόν, μπορεί να γνωρίζουμε πολύ καλά πως χρειάζεται να φοράμε μάσκα σε κλειστούς χώρους που συνυπάρχουμε με άλλους, όμως αν υπάρχει ένας ικανός αριθμός που δε φοράει, τότε είναι πιθανό να ‘συμμορφωθούμε’ και να βγάλουμε τη μάσκα μας και εμείς και να αρχίσουμε να δίνουμε τα χέρια σε μία κοινωνική εκδήλωση (σε αυτό το τελευταίο δηλώνω ένοχος!).

Η ψυχολογία της άρνησης του κορωνοϊού δεν αφορά μόνο την πανδημία που ζούμε. Είναι η έκφραση της τάσης που έχουμε οι άνθρωποι να προτιμούμε την αλήθεια που μας εξυπηρετεί. Είναι σημαντικό όμως, ειδικά στην σημερινή εποχή στην οποία η τεχνολογία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δίνουν σε όλους μας το βήμα για να εκφράζουμε τη γνώμη μας, να αναπτύξουμε τις δεξιότητες της λογικής και της κριτικής σκέψης, γιατί αυτές είναι το μόνο εμβόλιο ενάντια στον παραλογισμό.