Δεν είναι η πρώτη φορά που στη δημοσιότητα έρχονται περιστατικά παρενόχλησης και σεξουαλικής κακοποίησης. Άλλες φορές η κοινή γνώμη έχει απασχοληθεί με σοκαριστικά περιστατικά κακοποίησης μέσα στα πλαίσια της οικογένειας, άλλες φορές στο πλαίσιο της εκπαίδευσης και άλλες -λιγότερες, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το φαινόμενο είναι λιγότερο συχνό- στα πλαίσια της εργασίας.

Είναι η πρώτη φορά όμως που η κοινή γνώμη αφυπνίζεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να ιδρώσουν και τα αυτιά των ιθυνόντων και να συνειδητοποιήσουν πως χρειάζονται δράσεις. Και αυτό αποτελεί έναν ακόμα λόγο για τον οποίο είμαστε ευγνώμονες στους ανθρώπους που είχαν το θάρρος να μιλήσουν δημόσια για τις εμπειρίες τους.

Το ερώτημα όμως είναι το τι μπορούμε και τι χρειάζεται να κάνουμε ως ένα επόμενο βήμα. Γιατί αν μείνουμε στις συζητήσεις περί αποκαλύψεων, τότε το μόνο που κάνουμε είναι να εξυπηρετούμε τα αδηφάγα ένστικτα όσων τρέφονται και αρέσκονται σε δημόσιες εντάσεις, στην παρακολούθηση του διασυρμού ανθρώπων και στο να κάνουν κριτική από τον καναπέ τους – ένα άθλημα στο οποίο η χώρα μας μεγαλώνει γενιές τώρα Ολυμπιονίκες.

Τι χρειάζεται να γίνει από εδώ και πέρα λοιπόν;

Η πρόληψη είναι απείρως πιο σημαντική από την αντιμετώπιση. Οι αθλητές πρέπει να μάθουν δύο βασικά πράγματα.

Πρώτον, οι αθλητές (και οι εργαζόμενοι) χρειάζεται μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων από ψυχολόγους να μάθουν να αναγνωρίζουν όταν κάποιος τους προσεγγίζει παραβιάζοντας τα επιτρεπτά όρια. Αυτό μπορεί να μας ακούγεται εύκολο και αυτονόητο αλλά δεν είναι καθόλου. Όταν μιλάμε για ανήλικα άτομα ή για άτομα που βρίσκονται σε κατώτερη θέση ιεραρχικά, όπως μία αθλήτρια σε σχέση με τον προπονητή της ή μία εργαζόμενη ως προς τον διευθυντή της, τότε είναι πολύ εύκολο να μη γίνουν αντιληπτές οι πραγματικές προθέσεις του άλλου ατόμου μέχρι να είναι πολύ αργά και τότε είναι ακόμα πιο δύσκολο να αντιδράσουμε (τα φύλα είναι τυχαία, καθώς η παρενόχληση γίνεται με όλους τους δυνατούς συνδυασμούς).

Δεύτερον, οι αθλητές χρειάζεται να μάθουν τεχνικές διεκδικητικής επικοινωνίας (assertiveness) ώστε να αναπτύξουν τη δεξιότητα να λένε «όχι», να οριοθετούνται και να διεκδικούν με σεβασμό τα δικαιώματά τους. Συχνά, η αθλήτρια μπορεί να νιώθει εγκλωβισμένη ανάμεσα στο ενδεχόμενο να δεχτεί την παρενόχληση ή να αντιδράσει με θυμό και να καταστρέψει τη σχέση με τον προπονητή/ παράγοντα και ενδεχομένως και να ματαιώσει τις προσπάθειές της. Χρειάζεται να την εξοπλίσουμε με τα εργαλεία και τις δεξιότητες για να αποφεύγει αυτό το αδιέξοδο.

Τρίτον, οι αθλητές χρειάζεται να γνωρίζουν πού μπορούν να απευθυνθούν και με ασφάλεια να καταγγείλουν συμπεριφορές που ξεπέρασαν τα όρια. Και αυτό να μπορούν να το κάνουν χωρίς να κινδυνεύουν να εκτεθούν, να βρεθούν αντιμέτωποι με αγωγές αλλά και να προφυλαχθούν από το να αδικήσουν ανθρώπους που μπορεί να ξεπέρασαν κάποια όρια όμως δεν παρενόχλησαν. Αυτό γιατί δυστυχώς υπάρχει και η πιθανότητα ένα θύμα παρενόχλησης ή κακοποίησης να βρεθεί κατηγορούμενο για συκοφαντία λόγω αδυναμίας να αποδείξει όσα ισχυρίζεται.

Για όλα αυτά απαιτείται οργανωμένη εκπαίδευση των αθλητών από ειδικούς ψυχολόγους.

Η ολοκληρωμένη παρέμβαση όμως δε σταματά εκεί. Οι αθλητές δεν είναι τα μόνα εν δυνάμει θύματα. Βλέπετε, στον αθλητισμό δεν είναι όλοι βιαστές. Συχνά βλέπουμε προπονητές μέσα στον ενθουσιασμό και την ένταση του αγώνα και της προπόνησης να αγκαλιάζουν τους αθλητές τους ή να έχουν άλλες συμπεριφορές που ενώ δεν είναι κακοπροαίρετες, εντούτοις μπορούν να είναι παρεξηγήσιμες και να εκθέσουν τους ίδιους.

Επιπλέον, συχνά σε επαγγελματικούς χώρους αλλά και στον αθλητισμό υπάρχουν συγκρούσεις συμφερόντων και διαπροσωπικές διαμάχες. Και δε θα αποτελούσε καμία έκπληξη αν δυσαρεστημένοι εργαζόμενοι, ή αθλητές με εκδικητικές τάσεις, κατηγορούν ψευδώς άλλους ανθρώπους με αποτέλεσμα να διασύρονται υπολήψεις. Yπάρχει η πιθανότητα είτε κάποιος άνθρωπος να κατηγορηθεί άδικα, είτε, μία αθλήτρια να έχει υπάρξει ήδη μία φορά θύμα κακοποίησης και μετά να βρίσκεται ξανά στη θέση του θύματος, αυτή τη φορά μπλεγμένη σε κατηγορίες συκοφαντίας.

Είναι σημαντικό οι ομοσπονδίες (όπως και οι εταιρείες για τα στελέχη τους) να προστατέψουν και τους ίδιους τους προπονητές και τους παράγοντες με το να τους εκπαιδεύσουν σε συγκεκριμένα πρωτόκολλα συμπεριφοράς ώστε να γνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο χρειάζεται να προσεγγίζουν, να επικοινωνούν και να αλληλεπιδρούν με τους αθλητές. Αυτό βλέπουμε πως ούτε αυτονόητο είναι, ούτε και εύκολο να το πράξουμε χωρίς εκπαίδευση, πόσo μάλλον όταν πολύ γρήγορα αλλάζει ο τρόπος που η κάθε γενιά γονέων και παιδιών βλέπει και αισθάνεται την διαπροσωπική επικοινωνία και τα όρια αυτής.

Η παρενόχληση και η σεξουαλική κακοποίηση είναι όπως βλέπουμε φαινόμενα καθόλου φανταστικά. Συμβαίνουν κάθε μέρα, σε χώρους που κινούμαστε και πολύ πιθανό τα έχουμε βιώσει ή τα έχουμε παρακολουθήσει χωρίς να συνειδητοποιούμε και τη δική μας ευθύνη. Ας αξιοποιήσουμε λοιπόν το θάρρος των ανθρώπων που με γενναιότητα βγήκαν μπροστά και μίλησαν, ώστε να προστατέψουμε τον αθλητισμό και τους αθλητές τώρα και στο μέλλον. Μη μείνουμε μόνο στο κουτσομπολιό και την κριτική.